διαπλατύνω

διαπλατύνω
διαπλάτυνα, διαπλατύνθηκα, διαπλατυσμένος, αυξάνω το πλάτος, διευρύνω: Ο δρόμος μπροστά από το σπίτι μας έχει ήδη διαπλατυνθεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαπλατύνω — διαπλατύνω, διαπλάτυνα βλ. πίν. 48 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαπλατύνω — (Α διαπλατύνω) [πλατύνω] διευρύνω ή προεκτείνω προς όλες τις κατευθύνσεις αρχ. διαστέλλω, διευρύνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • διαπλατυνθήσεται — διαπλατύνω dilate fut ind pass 3rd sg διαπλατύνω dilate fut ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεπλατύνθη — διαπλατύνω dilate aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπλατύνεται — διαπλατύ̱νεται , διαπλατύνω dilate aor subj mid 3rd sg (epic) διαπλατύ̱νεται , διαπλατύνω dilate pres ind mp 3rd sg διαπλατύ̱νεται , διαπλατύνω dilate aor subj mid 3rd sg (epic) διαπλατύ̱νεται , διαπλατύνω dilate pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπλατύνηται — διαπλατύ̱νηται , διαπλατύνω dilate aor subj mid 3rd sg διαπλατύ̱νηται , διαπλατύνω dilate pres subj mp 3rd sg διαπλατύ̱νηται , διαπλατύνω dilate aor subj mid 3rd sg διαπλατύ̱νηται , διαπλατύνω dilate pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπλατύνας — διαπλατύ̱νᾱς , διαπλατύνω dilate aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) διαπλατύ̱νᾱς , διαπλατύνω dilate aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπλατύνουσαν — διαπλατύ̱νουσαν , διαπλατύνω dilate pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) διαπλατύ̱νουσαν , διαπλατύνω dilate pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπλατύνω — (Α ἀναπλατύνομαι) εκτείνω σε πλάτος, διαπλατύνω, διευρύνω …   Dictionary of Greek

  • διαστομώνω — (AM διαστομῶ, όω) 1. ανοίγω στόμιο ή τρύπα 2. διαπλατύνω υπάρχουσα οπή αρχ. παθ. ανοίγομαι υπερβολικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”